stefanos oikonomou
stefanos oikonomou
FRANCHISE – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ FRANCHISEES
Το franchise ή δικαιόχρηση στα ελληνικά είναι μια συνηθισμένη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων. Ο δικαιοδόχος – franchisee λειτουργεί το κατάστημά του με το εμπορικό σήμα του δικαιοπάροχου και τα συστήματα και τις διαδικασίες του προκειμένου να μπορέσει να πουλήσει τα προϊόντα του τις υπηρεσίες του.
Σε αντάλλαγμα για την συμμετοχή στο σύστημα franchise, ο franchisee καταβάλλει στον franchisor τα λεγόμενα royalties δηλαδή μια αμοιβή που είναι συνήθως ποσοστό επί των εισπράξεών του.
Η ανάπτυξη εμπορικού δικτύου καταστημάτων με franchising είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη τον τομέα της εστίασης, της κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, των super market, των κομμωτηρίων, των γυμναστηρίων και σε πολλούς άλλους κλάδους. Πολλές αλυσίδες καταστημάτων λειτουργούν με καταστήματα που ανήκουν μόνο σε franchisee.
Το δικηγορικό μας γραφείο έχει αναλάβει όλες τις απαραίτητες νομικές ενέργειες για την ανάπτυξη δικτύου franchising σε προϊόντα και υπηρεσίες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, εστίασης και γρήγορου φαγητού ( fast food), ρούχων και αξεσουάρ, convenience stores, super market, πώλησης γάλακτος και γαλακτοκομικών προιόντων και σε πολλούς άλλους τομείς.
Έχουμε προβεί στην παροχή νομικών συμβουλών για το ισχύον νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα και τις απαιτήσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, την λήψη των απαραίτητων διοικητικών αδειών, την σύνταξη της master agreement, την υποβολή της στο Υπουργείο Εμπορείου όποτε απαιτείται, τη νομική αξιολόγηση και έλεγχο των υποψήφιων δικαιοδόχων, τις υποστηρικτικές συμβάσεις του δικαιοπαρόχου, τις μισθωτικές συμβάσεις για την ίδρυση των καταστημάτων και κάθε άλλη συναφή ανάγκη.
Επί σειρά ετών οι δικηγόροι μας έχουν εκπροσωπήσει πολλές επιχειρήσεις franchisee από όλη την Ελλάδα που είχαν αντιμετωπίσει προβλήματα με τους δικαιοπαρόχους τους.
Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές οι δικαιοπάροχοι αντί να υποστηρίζουν τους franchisee τους, έχουν μη εύλογες απαιτήσεις από αυτούς και κάνουν κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης που έχουν πάνω σε αυτούς. Όμως αυτό είναι παράνομο και οι δικαιοδόχοι δεν πρέπει να το ανέχονται.
Πολλά προβλήματα αναφύονται με τους στόχους πωλήσεων που βάζουν οι εταιρίες στους franchisee τους. Παρότι οι δικαιοπάροχοι έχουν το δικαίωμα συνήθως να θέτουν μονομερώς τους στόχους των καταστημάτων τους, οι στόχοι αυτοί δεν μπορεί να είναι υπερβολικά δύσκολοι ή αδύνατοι να επιτευχθούν καθώς στην περίπτωση αυτή ελέγχονται ως καταχρηστικοί από το Δικαστήριο.
Κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί στο αδύνατο ιδιαίτερα όταν είναι το αδύναμο μέρος μιας συμφωνίας.
Πολλές φορές οι franchisee αντιμετωπίζουν και αθέμιτο ανταγωνισμό από τις ίδιες τις εταιρίες – δικαιοπαρόχους τους που υποτίθεται ότι πρέπει να τους υποστηρίζουν, εφόσον αυτές προβαίνουν προσέλκυση πελατών με διαδικτυακές προσφορές ή χαμηλές τιμές καλύτερες από αυτές που επιτρέπουν στους franchisees τους να παρέχουν μέσω των καταστημάτων τους.
Οι δικηγόροι του γραφείου μας μπορούν να σας ενημερώσουν ότι ο δικαιοπάροχος οφείλει αποζημίωση πελατείας στον franchisee όταν λήξει η σύμβαση ή λυθεί με καταγγελία από τον δικαιοπάροχο. Η αποζημίωση αυτή μπορεί να ανέλθει έως το ισόποσο των αμοιβών και προμηθειών που λαμβάνει ο franchisee για 12 μήνες, παίρνοντας υπόψη τον μέσο όρο των πέντε τελευταίων ετών της σύμβασης.
Είναι προφανές ότι οι καταστηματάρχες που λειτουργούν τα καταστήματά τους με την μέθοδο του franchising βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από την εταιρία δικαιοπάροχο. Πολλές φορές οι εταιρίες προβαίνουν σε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης με τις παραπάνω πρακτικές γεγονός που παραβιάζει και τη νομοθεσία περί ελεύθερου ανταγωνισμού.
Οι δικηγόροι μας μπορούν να σας συμβουλεύσουν για όλα τα προβλήματα που τυχόν αντιμετωπίζετε και να βρουν την καλύτερη λύση σε αυτά, γνωρίζοντας όσο κανένας άλλος την λειτουργία του franchise και τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλές φορές οι franchisee.
Σε πολλές περιπτώσεις οι παράνομες πρακτικές των εταιριών, δίνουν δικαίωμα στους franchisees να ζητήσουν διαφυγόντα κέρδη, αλλαγή της εμπορικής πολιτικής προς το καλύτερο, αποζημίωση πελατείας.
Αν είσαστε franchisee ή δικαιοπάροχος και έχετε ανάγκη νομικής υποστήριξης σε θέματα franchise κλείσετε ένα ραντεβού με τους δικηγόρους της εταιρίας μας για να συζητήσετε το θέμα σας.
Παραθέτουμε παρακάτω έναν οδηγό των δικαιωμάτων των δικαιοδόχων:
Οι υποχρεώσεις του δικαιοπάροχου προς τον δικαιοδόχο:
Η σύμβαση franchise – δικαιόχρησης περιλαμβάνει για τον δικαιοπάροχο ή δότη τις παρακάτω υποχρεώσεις: α) την παραχώρηση στο λήπτη του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης του “πακέτου”, του οποίου το περιεχόμενο προσδιορίζεται επαρκώς στο κύριο μέρος της σύμβασης-πλαίσιο, β) την ένταξη του λήπτη στο σύστημα, με την παροχή σε αυτόν της απαιτούμενης τεχνικής και οργανωτικής υποδομής και της ανάλογης εκπαίδευσής του, που μπορεί να επαναλαμβάνεται περιοδικά, γ) τον εφοδιασμό αυτού με πρώτες ύλες, έτοιμα ή ημιέτοιμα προϊόντα, ιδίως όταν αυτά παράγονται από τον δότη, δ) τη συνεχή υποστήριξη του λήπτη, καθ` όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης, σε οργανωτικά, τεχνικά, χρηματοδοτικά ή άλλα θέματα, την ανάληψη της υποχρέωσης διαφήμισης των προϊόντων του συστήματος και της συντήρησης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού του καταστήματος του λήπτη.
Όλες αυτές οι υποχρεώσεις, παρά την αυτοτέλεια τους, αποτελούν επί μέρους εκδηλώσεις της γενικής υποχρέωσης του δικαιοπαρόχου ή δότη να μεριμνά για την οργανωτική και τεχνολογική ένταξη του λήπτη στο σύστημα, έτσι ώστε, η λειτουργία του καταστήματος του τελευταίου, να ανταποκρίνεται διαρκώς στα νέα δεδομένα της αγοράς και να έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα κατά τη λειτουργία της επιχείρησης του.
ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FRANCHISE ΜΕ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
Όταν υπάρχει σύμβαση franchise ορισμένου χρόνου, η λύση της επέρχεται είτε με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου, είτε με την έκτακτη καταγγελία της από το συμβαλλόμενο, στο πρόσωπο του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο. Σε αυτή τη σύμβαση, ο σπουδαίος λόγος είναι αναγκαία, κατ` αρχήν, προϋπόθεση για να επέλθουν οι συνέπειες της καταγγελίες, οι οποίες διαφορετικά δεν επέρχονται (ΑΠ 1042/2009). Σπουδαίο λόγο, που δικαιολογεί σε κάθε περίπτωση την έκτακτη καταγγελία σύμβασης franchise ορισμένου χρόνου, αποτελεί, κατ` αρχήν, η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από το ένα συμβαλλόμενο μέρος, αλλά και η παράβαση της, ως άνω, γενικότερης, απορρέουσας από την αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη και τη φύση της εν λόγω σύμβασης, υποχρέωσης του δικαιοπαρόχου για ένταξη και διαρκή υποστήριξη του δικαιοδόχου.
Επίσης, σπουδαίος λόγος, υπάρχει, και όταν, από τις περιστάσεις που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε συσχέτιση με τη φύση, τους σκοπούς και τις λειτουργίες της σύμβασης, καθίσταται, κατά την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, επαχθής και μη ανεκτή, είτε για αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη είτε για το ένα μόνο από αυτά, η συνέχιση της συμβατικής δέσμευσης από αυτή τη διαρκή ενοχική σχέση. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, όταν οφείλεται σε ουσιώδη μεταβολή των προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων αμφοτέρων των μερών ή του ενός μέρους, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη οποιασδήποτε υπαιτιότητας στην επέλευση της μεταβολής αυτής (ΑΠ 639/2007, ΑΠ 441/2000), ή όταν έχει εκλείψει η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών, που καθιστά αδύνατη την περαιτέρω συνέχιση της εμπορικής τους συνεργασίας (ΑΠ 1180/2019, ΑΠ 1043/2015).
Τα περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο για την καταγγελία, αφορούν, συνήθως, στον αποδέκτη αυτής. Δεν αποκλείεται, όμως, να ευρίσκονται στη σφαίρα επιρροής του ίδιου του καταγγέλλοντος. Κατά την ανωτέρω έννοια, η συνδρομή ή μη σπουδαίου λόγου αξιολογείται με κριτήρια αντικειμενικά, δηλαδή δεν απαιτείται κατ` αρχήν πταίσμα εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία. Αν, όμως, εκείνος που καταγγέλλει είναι ο ίδιος υπαίτιος, δεν επιτρέπεται να προβεί σε καταγγελία, διότι είναι, επίσης, γενική αρχή του δικαίου, συναγόμενη από τα αυτά άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, ότι κανείς δεν μπορεί να αντλήσει ωφελήματα από δική του παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά, που οφείλεται σε υπαιτιότητά του (ΑΠ 1836/2007).
Γενικότερα, είναι αδιάφορη η προέλευση των περιστατικών που συγκροτούν το σπουδαίο λόγο καταγγελίας, τα οποία μπορεί, έτσι, να ανήκουν στη σφαίρα εξουσίας οποιουδήποτε των μερών, ενώ μπορεί να είναι ακόμη και μεμονωμένα ή τυχαία ή να οφείλονται σε ανώτερη βία (ΑΠ 688/2007). Για την αξιολόγηση του λόγου καταγγελίας ως σπουδαίου, συνεκτιμώνται όλες οι κρίσιμες συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (ΑΠ 29/2010). Στο πλαίσιο αυτό, σπουδαίο λόγο καταγγελίας ενδέχεται να αποτελεί και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών (ΑΠ 359/2010) ή και η μερική μόνον εκπλήρωση από τον έναν των συμβαλλομένων της παροχής που τον βαρύνει, όταν το γεγονός αυτό δημιουργεί στον άλλο συμβαλλόμενο εύλογο φόβο ότι αυτό θα συνεχισθεί και για το υπόλοιπο μέρος της παροχής και θα προκληθεί έτσι σημαντική ζημία στα συμφέροντά του (ΑΠ 168/2007).
Καταγγελία της σύμβασης franchise ορισμένου χρόνου, που έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο ή με επίκληση τέτοιου λόγου, που αποδείχθηκε μεταγενέστερα είτε μη σπουδαίος είτε αναληθής, είναι άκυρη (ΑΠ 112/2004, ΑΠ 1701/1998) και γι` αυτό δεν επιφέρει τη λήξη της διαρκούς σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, εκείνος που προέβη στην καταγγελία καθίσταται υπερήμερος δανειστής ως προς την προσφερόμενη παροχή του άλλου και οφείλει τη δική του παροχή.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι σπουδαίοι λόγοι που μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, μπορούν να αποδίδονται σε υπαιτιότητα ενός των συμβαλλόμενων, αλλά μπορούν να είναι και ανυπαίτιοι. Στην τελευταία περίπτωση, παρέχεται δικαίωμα καταγγελίας, όταν, συνεπεία αυτών των ανυπαίτιων λόγων, η συνέχιση της σύμβασης αντίκειται προφανώς στα εύλογα και δικαιολογημένα συμφέροντα του καταγγέλλοντος και καθίσταται μη ανεκτή. Έτσι, η μεταβολή των όρων και προϋποθέσεων που διέπουν τη σύμβαση, και η διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων, σε βάρος κάποιου από αυτούς, χωρίς να ανάγονται υποχρεωτικά στη σφαίρα επιρροής του καθ` ου η καταγγελία, λαμβάνεται υπόψη κατά το μέτρο που οι όροι αυτοί δεν μπορούν να εκπληρωθούν ή να αξιωθεί η εκπλήρωσή τους, από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, βάσει των αρχών της καλής πίστης.
Οι έννομες συνέπειες, που απορρέουν από τη λύση της σύμβασης franchise, διαφοροποιούνται ανάλογα με τους λόγους που θεμελιώνουν το δικαίωμα καταγγελίας. Αν πρόκειται για περίπτωση έκτακτης καταγγελίας για ανυπαίτιο σπουδαίο λόγο, τότε, το αντικείμενο των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μετά τη λύση της ενοχικής σχέσης, συνίσταται, κυρίως, στην απόδοση των πραγμάτων, στην παύση της χρήσης των δικαιωμάτων και των άλλων ωφελειών, που κατά τη διάρκεια της σύμβασης είχαν παραχωρηθεί από τον ένα αντισυμβαλλόμενο στον άλλο για χρήση και εκμετάλλευση. Αντίθετα, η προβολή αξίωσης αποζημίωσης δεν είναι δυνατή.
Στην περίπτωση της έκτακτης καταγγελίας, οφειλόμενης στην αντισυμβατική συμπεριφορά του καταγγελλόμενου μέρους, μπορεί από τη σύμβαση franchise να απορρέουν αξιώσεις αποζημίωσης υπέρ του καταγγείλαντος. Οι αξιώσεις αυτές, κατά το άρθρο 298 ΑΚ, αναφέρονται στην αποκατάσταση του θετικού διαφέροντος, αλλά και του διαφυγόντος κέρδους, αυτού που με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα αποκόμιζε ο αντισυμβαλλόμενος από τη συνεργασία μέχρι τη συμπλήρωση του συμβατικά καθορισμένου χρόνου της σύμβασης (ΑΠ 1180/2019, ΑΠ 1043/2015).
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται και η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του άρθρ. 9 του π.δ/τος 219/1991 σε κάθε δυνατή περίπτωση και η επιδίκαση έτσι της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό αποζημίωσης πελατείας, που δικαιολογείται συνεπώς και στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής ή παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας, όταν συντρέχουν τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία. Ειδικότερα κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση, εάν κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, εφόσον, με βάση όλες τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τις υποθέσεις με τους ίδιους πελάτες, σε συνδυασμό και με την τυχόν ρήτρα μη ανταγωνισμού, παρίσταται ως δίκαιη η καταβολή της αποζημίωσης, η οποία κατά ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, που προσομοιάζει με την αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος με στοιχεία παράλληλα και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Η αξίωση αυτή γεννιέται όταν συντρέξουν σωρευτικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί με τη σχετική αγωγή του και να αποδείξει ο εμπορικός αντιπρόσωπος, δηλαδή απαιτείται α) η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση και μετά την λύση της σύμβασης ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι δίκαιη με βάση όλες τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.
Ως εισφορά νέων πελατών νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου νέων πελατών, δηλαδή πελατών που δεν υπήρχαν προηγουμένως, ως σημαντική δε προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών μ` αυτούς. Αντίστοιχα διατήρηση των ουσιαστικών ωφελειών για τον παραγωγό από υποθέσεις με τους νέους ή παλαιούς πελάτες του εμπορικού αντιπροσώπου υπάρχει όχι μόνο όταν επιβιώνουν τυχόν διαρκείς συμβάσεις, που είχε καταρτίσει με τρίτους ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αλλά και όταν από την εκμετάλλευση του γνωστού στον παραγωγό πελατολογίου του αντιπροσώπου, υπάρχει, για την ίδια περιοχή, εν δυνάμει πελατεία με την προοπτική κέρδους γι` αυτόν, έστω και αν τα συμβατικά προϊόντα είναι επώνυμα και συνεπώς γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, λόγω και των διαφημιστικών ενεργειών του ίδιου του παραγωγού.
Κριτήρια τέλος για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης πελατείας συνιστούν το μέγεθος της πελατείας που παραμένει στον παραγωγό μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, η αντίστοιχη ωφέλειά του και η δημιουργία κέρδους για τον αντιπρόσωπο, αν συνεχιζόταν η σύμβαση, η σχετική δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της δίκαιης αποζημίωσης πελατείας ανήκει στη διακριτική ευχέρειά του και δεν ελέγχεται αναιρετικά, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, οπότε και δεν νοείται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου (Ολ. ΑΠ 16/2013)
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο δικαιοπάροχος έχει το δικαίωμα να θέτει μονομερώς στόχους αρκεί αυτοί να είναι εύλογοι και να είναι δυνατόν να επιτευχθούν εφόσον ο franchisee επιδεικνύει την δέουσα επιμέλεια.
Όταν οι στόχοι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν παρά το ότι ο συνεργάτης επιδεικνύει την δέουσα επιμέλεια τότε οι στόχοι θα θεωρηθούν ως παράνομοι.
Η εμπορική πολιτική πρέπει να διασφαλίζει ότι ο συνεργάτης – franchisee θα έχει ένα εύλογο ποσοστό κέρδους από την εφαρμογή της εμπορικής πολιτικής.
Αν η εμπορική πολιτική δεν πληροί αυτές τις προϋποθέσεις τότε μπορεί να ακυρωθεί.